- λοιμός
- peste
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λοιμός — plague masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… … Dictionary of Greek
λοιμός — ο κάθε μολυσματική και θανατηφόρα επιδημία: Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού πέθαναν από λοιμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοιμοῖο — λοιμός plague masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμοῖς — λοιμός plague masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμοί — λοιμός plague masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμοῦ — λοιμός plague masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμούς — λοιμός plague masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμῷ — λοιμός plague masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμόν — λοιμός plague masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιμίλκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Καρχηδόνιος ναύαρχος (5ος αι. π.Χ.). Εξερεύνησε τις δυτικές ακτές της Ευρώπης, την εποχή που ο Άννων περιέπλεε τις δυτικές ακτές της Αφρικής. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Ανιψιός … Dictionary of Greek